Κάποτε είχα έναν Γάλλο συμφοιτητή στο Πολυτεχνείο στη Ζυρίχη, τον Έρικ. Τρέχαμε μαζί στα διαγωνίσματα, στα μπαράκια και κάναμε διάφορες δουλειές τα βράδια για να κερδίσουμε τα πρώτα δικά μας χρήματα της εφηβικής ανεξαρτησίας. Προς το τέλος των σπουδών ο Έρικ παντρεύτηκε νωρίς μια κοινή μας φίλη την Λορεντάνα. Ήταν από αυτές τις πανέμορφες βορειοιταλίδες με το αέρινο περπάτημα, που άμα περνάνε το δρόμο σταματάει η κυκλοφορία. Ο γάμος τους ήταν η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Έψαχνα χρόνια χωρίς επιτυχία να βρω τον Έρικ. Οι φήμες μεταξύ φίλων λέγανε ότι ήταν κάπου στην Κολομβία.
Βρισκόμουνα στο τουριστικό νησί Cozumel του Μεξικού, μετά την ολιγοήμερη επίσκεψη στην θρυλική Κούβα και είχα αρχίσει να κάνω σχέδια για τις τελευταίες δύο βδομάδες των διακοπών μου στην κεντρική Αμερική. Αποφάσισα να διασχίσω την καρδιά της πατρίδας των Μάγια, το Yucatan, και μετά να συνεχίσω προς την ορεινή Γουατεμάλα με τα λεωφορεία της γραμμής, τα λεγόμενα chicken buses, που πήραν το όνομα τους από τα κοτόπουλα που μεταφέρουν σε σχάρες οι χωρικοί στις οροφές των λεωφορείων.
Ξεκίνησα λοιπόν για την Merida, την πρωτεύουσα της περιοχής, μια πανέμορφη, ήσυχη, αποικιακού ρυθμού πόλη με την πιο χαμηλή εγκληματικότητα σε ολόκληρο το Μεξικό. Έφθασα στο Chitzen Itza την περίφημη πυραμίδα ναό σύμβολο των Μάγια. Ξάπλωσα στο χορτάρι στον τεράστιο ανοικτό χώρο του μνημείου που θύμιζε ποδοσφαιρικό γήπεδο και ξεφύλλιζα ένα τουριστικό οδηγό του αρχαιολογικού αυτού χώρου, όταν άκουσα ένα μήνυμα να φθάνει στο κινητό μου. Ήταν από έναν φίλο συμφοιτητή. “Βρέθηκε ο Έρικ, στέλνω τηλέφωνο του, είναι στην Καρταγένα της Κολομβίας, παντρεμένος ακόμα με την Λορεντάνα και έχουν πέντε παιδιά.”
Πέταξα τον τουριστικό οδηγό, ακούμπησα την φωτογραφική μηχανή μου στο χορτάρι, σήκωσα το κινητό και πληκτρολόγησα με αγωνία τον αριθμό τηλεφώνου που μου έστειλαν. Στην άλλη μεριά του τηλεφώνου άκουσα μια ανδρική φωνή με γαλλική προφορά. Ήταν η φωνή του Έρικ. Έκανε σαν τρελός από την χαρά του που με άκουσε έτσι ξαφνικά. Του είπα ότι είμαι σε ένα ταξίδι στο Μεξικό και ξεκινάω με λεωφορείο να πάω στη Γουατεμάλα. Έβαλε τις φωνές “Τι θέλεις στη Γουατεμάλα, είναι επικίνδυνα, όλοι εκεί έχουν όπλα μετά τον εμφύλιο, πάρε το πρώτο αεροπλάνο και έλα στην Κολομβία, αύριο κιόλας, φώναζε δυνατά, σε λίγες μέρες φεύγω ταξίδι και πρέπει να συναντηθούμε οπωσδήποτε “. Την άλλη κιόλας μέρα βρέθηκα σε μία οικονομική πτήση της από το Cancun για την Μπογκοτά της Κολομβίας με ενδιάμεσο σταθμό το Σαν Σαλβαδόρ.
Έφθασα σούρουπο στο Σαν Σαλβαδόρ. Δύο εκατομμύρια κάτοικοι, εθνικό νόμισμα το δολάριο Αμερικής. Το κέντρο της πόλης είχε μεγάλους δρόμους και χαμηλά κτίρια. Ήταν αποκλειστικά γεμάτο αμερικάνικες fast food αλυσίδες, Macdonalds κλπ. Κάθισα σε ένα τραπέζι στα Wendys και παρακολουθούσα με απλά μάτια, χωρίς φωτογραφική μηχανή, τον κόσμο που πηγαινοερχότανε. Οι περισσότεροι ήταν μεστίτσος, αυτό το ανθρώπινο μείγμα ανάμεσα στους Ισπανούς κατακτητές και τους ντόπιους ινδιάνους.. Ανάμεσα στα πλαστικά γυαλιστερά τραπέζια και μαχαιροπήρουνα και κάτω από τις φωτεινές επιγραφές των ξενόφερτων μενού όλοι αυτοί οι ντόπιοι μεστίτσος δείχνανε ξένοι στον τόπο τους. Η ινδιάνικη ψυχή τους έμοιαζε να έχει γίνει αμερικάνικο χάμπουργκερ. Ίσως ο όρος Banana Republic να εφευρέθηκε για να περιγράψει το Σαν Σαλβαδόρ.
Την άλλη μέρα το πρωί φωτογράφιζα από το παράθυρο του αεροπλάνου καταπράσινες φυτείες μπανάνας και μια δαντέλα από παραλίες που τα κύματα του ειρηνικού ωκεανού άφηναν την τελευταία τους πνοή. Μάταια προσπαθούσα να καταλάβω που τελείωνε το Σαν Σαλβαδόρ και άρχιζε η Νικαράγουα. Σύντομα το αεροπλάνο ανέβηκε με τεχνολογική υπεροψία πάνω από τα σύννεφα. Ζήτησα από την αεροσυνοδό μια εφημερίδα της Κολομβίας, μου έφερε την El Tiempo και διάβαζα τους τίτλους “Το FΑRC ( Fuerzas Armadas Revalucionarias de Colombia), ο επαναστατικός στρατός των μαρξιστών ανταρτών της Κολομβίας, μετά τριάντα και πλέον χρόνια ένοπλου αγώνα κάνει διαπραγματεύσεις για ειρήνη με τον υποψήφιο για την προεδρία Santos. Ο Uribe ο πρώην δεξιός πρόεδρος ζητάει την εξόντωση των ανταρτών. Οι έμποροι ναρκωτικών που έχουν τα εργαστήρια παραγωγής κοκαΐνης στις ζούγκλες της Κολομβίας στις περιοχές ελέγχου ο των ανταρτών τορπιλίζουν τις συνομιλίες για ειρήνη “. Παράλληλα ξεφυλλίζω το κλασσικό διαφημιστικό μαγκαζίνο της αεροπορικής εταιρείας που είναι στη θήκη του καθίσματος μπροστά μου. Μαγευτικές φωτογραφίες με τα αξιοθέατα της χώρας, ξενοδοχεία πολυτελείας, τροπικές παραλίες, χιονισμένα βουνά, ιστορικές γειτονιές πόλεων από την Ισπανική εποχή και πολλά άλλα.
Η Κολομβία,η πατρίδα του Gabriel Garcia Marquez, είναι μια βασικά άγνωστη για τους τουρίστες χώρα. Είναι μια χώρα 48 εκ. ψυχών, σε έκταση δέκα φορές το μέγεθος της Ελλάδας, η τρίτη πιο ισχυρή οικονομία στην Λατινική Αμερική, μια χώρα που βρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό, αγκαλιάζει την Καραϊβική, στέκεται δίπλα στις ισπανόφωνες αδελφές χώρες Βενεζουέλα, Εκουαντόρ και Παναμά. Είναι μια χώρα που από τις κορυφές των Άνδεων στα 5.000 μέτρα ατενίζεις τις ζούγκλες του Αμαζονίου και τον Ειρηνικό ωκεανό, μια χώρα που οι Ισπανοί κατακτητές διάλεξαν να δημιουργήσουν ένα από τα ισχυρότερα αποικιακά κράτη της Νότιας Αμερικής.
Προσγειωθήκαμε στην πρωτεύουσα Μπογκοτά μετά από τέσσερις ώρες πτήση. Ήταν αργά τη νύχτα, πήρα το ρίσκο να εμπιστευτώ έναν ταξιτζή να με πάει σε ένα ξενοδοχείο στο ιστορικό κέντρο. Στο λόμπι ήταν ένας ντόπιος που είχε δουλέψει ναύτης σε ελληνικά πλοία και ήξερε όλες τις ελληνικές λέξεις που αρχίζουν από μα.. και γα… Με συμβούλεψε να μην βγω έξω το βράδυ και να παραγγείλω fast food από την reception. Συμμορφώθηκα με τις υποδείξεις του, χωρίς να κάνω το παλικάρι.
Το πρωί η θέα του ιστορικού κέντρου της πόλης, με τα χαμηλά διώροφα σπίτια με στέγες, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Η Μπογκοτά είναι μια πόλη 10 εκ. κατοίκων που εδράζεται σε ένα οροπέδιο των Άνδεων στα 2.600 μέτρα από την θάλασσα. Είναι η τρίτη σε υψόμετρο πόλη στον κόσμο μετά το Quito στον Ισημερινό και την La Paz στην Βολιβία. Την ονομάζουν την Αθήνα της Νότιας Αμερικής από τα πολλά πανεπιστήμια και βιβλιοθήκες που είναι χτισμένα με αρχαιοελληνικές αρχιτεκτονικές επιρροές. Είχα λίγες ώρες στην διάθεση μου πριν την επόμενη πτήση για Καρταγένα και έκανα μόνο ένα περίπατο στο ιστορικό κέντρο της πόλης, χαρακτηρισμένο από την Unesco ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.
H κεντρική πλατεία Plaza Bolivar, το παλάτι Narino, ο καθεδρικός ναός, η εκκλησία inglesia del Carmen, η βιβλιοθήκη Louis A Arango, το Μουσείο αποικιακών τεχνών και εκατοντάδες πανέμορφα μέγαρα και σπίτια έδιναν στην ιστορική αυτή περιοχή που ονομάζεται La Candelaria μια ξεχωριστή αίγλη αρχοντιάς. Η αποικιακή ατμόσφαιρα της ιστορικής αυτής εποχής είχε μείνει ανέπαφη στο χρόνο. Οι Κολομβιάνοι σε αντίθεση με εμάς τους Έλληνες είχαν σεβασθεί χωρίς την παραμικρή επέμβαση την πολιτιστική τους κληρονομιά.
Ήταν δέκα το βράδυ όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην ιστορική πόλη της Καρταγένα στις ακτές της Καραϊβικής. Ο Έρικ με περίμενε στις αφίξεις του μικρού αεροδρομίου. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Μια ολόκληρη ζωή είχε περάσει. Κοιταχτήκαμε για δευτερόλεπτα, μετά αγκαλιαστήκαμε. Όλα είχαν αλλάξει στο σώμα μας, στο πρόσωπο μας, μόνο τα μάτια, αυτός ο καθρέφτης της ψυχής, είχαν μείνει ίδια. Τα μάτια του συμφοιτητή μου είχαν διατηρήσει την νεανική τους φρεσκάδα, είχαν μείνει αναλλοίωτα στον χρόνο, ήταν γεμάτα όρεξη για ζωή.
Καθώς διασχίζαμε τους άδειους δρόμους της Καρταγένα μέσα στο μαύρο SUV του Έρικ πιάσαμε της κουβέντα για τα παλιά. Μετράγαμε τις ερωτικές περιπέτειες της νιότης μας προσπαθώντας να θυμηθούμε ονόματα και περιστατικά και γελάγαμε ασταμάτητα. Ο ένας συμπλήρωνε συγκαταβατικά τα κενά της μνήμης του άλλου. Συναρπαστικό συναίσθημα να συναντιούνται μετά από χρόνια νεανικές φιλίες μέσα σε ένα ορυμαγδό αναμνήσεων πού ξαναζωντανεύουν και νικάνε τον χρόνο. Το βράδυ εκείνο η δύναμη της νιότης βρέθηκε ξανά στο τιμόνι της ψυχή μας.
Φθάσαμε στον κόλπο της Καρταγένα όταν ο Έρικ σοβάρεψε ξαφνικά. Νίκο πρέπει να σε ενημερώσω για κάτι πριν ανέβουμε στο σπίτι μου λέει . Η Λορεντάνα είναι τυφλή. Πριν δέκα χρόνια είχε πάει στο σούπερ μάρκετ να ψωνίσει με τον μικρό μου γιο. Ένα αυτοκίνητο σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών εμπόρων ναρκωτικών ανατινάχθηκε δίπλα τους. Εκείνη τυφλώθηκε από το οστικό κύμα της έκρηξης, ο γιος μου την γλύτωσε με μικρά τραύματα γιατί ήταν πολύ μικρός και το κεφάλι του ήταν κάτω από το παράθυρο. Πρέπει να ξέρεις ότι η Λορεντάνα συμπεριφέρεται σαν να έχει την όραση της και δεν της αρέσει καθόλου να συζητάει για το θέμα. Πρέπει να της συμπεριφέρεσαι σαν να μην είναι τυφλή.
Ανέβηκα στο διαμέρισμα σοκαρισμένος από τα άσχημα νέα. Ήταν μια μοντέρνα πολυκατοικία – μίνι ουρανοξύστης – πάνω στην θάλασσα στον κόλπο της Καρταγένα. Κάθε όροφος ήταν ένα διαμέρισμα. Το ασανσέρ έβγαινε στο σαλόνι του διαμερίσματος. Η Λορεντάνα μας περίμενε στην είσοδο. Ήταν ντυμένη στα άσπρα, όμορφη, λεπτή, ελκυστική στα εξήντα της. Με αγκάλιασε σαν να μην είχε περάσει μέρα. Είχε μαγειρέψει βραστό ψάρι και γαρίδες. Καθίσαμε για φαγητό γύρω από ένα πολύ μεγάλο στρογγυλό τραπέζι που γέμισε φοιτητικές αναμνήσεις και οικογενειακούς και επαγγελματικούς απολογισμούς.
Ο Έρικ ήταν βιομήχανος, είχε δημιουργήσει ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε τεράστιες, σε μέγεθος φορτηγού, μεταφερόμενες αντλίες νερού και τροφοδοτούσε όλη την Λατινική Αμερική. Οι τελευταίες εξαγωγές ήταν στο Ιράκ που με τις αντλίες του αντλούσε τα νερά του Τίγρη ποταμού και δημιουργούσε γεωργικές ζώνες στην έρημο. Μου έλεγε ότι τις δουλειές στο εργοστάσιο έχει αναλάβει πια ο γιος του και αυτός απλώς συμβουλεύει και ασχολείται με το χόμπι του, την ιστιοπλοΐα.
Σε λίγο άρχισε να μου περιγράφει το νέο ταξίδι που είχε προγραμματίσει με το μεγάλο ιστιοπλοϊκό του. Σε τρεις μέρες θα έφευγε για την Tahiti περνώντας στον Ειρηνικό ωκεανό από το κανάλι του Παναμά. Δύο ολόκληρους μήνες θα διαρκούσε η πορεία του αγκαλιά με τα κύματα. Ζήλεψα το κουράγιο του. Θα ήταν τέσσερις πλήρωμα , ο Lutzo ένας μαύρος ναύτης, ο Jorge ένας φίλος του ιστιοπλόος και o Matias ένας ανιψιός του 18 χρονών. Ρώτησα διστακτικά αν είχαν χώρο να με πάρουν μαζί τους μέχρι τον Παναμά. Ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Την άλλη μέρα πήγαμε στο λιμεναρχείο, βγάλαμε ναυτικό φύλλο πορείας και ήμουνα το πέμπτο μέλος του πληρώματος.
Τρεις μέρες έμεινα στην Καρταγένα, περπάταγα στην παλιά πόλη φρούριο της μεγάλης ισπανικής περιοχής της Grand Granada που περιελάμβανε την σημερινή Κολομβία και τον Παναμά. Η πόλη ήταν γεμάτη μαύρους απόγονους των σκλάβων που οι δουλέμποροι είχαν φέρει να εργασθούν στις φυτείες της περιοχής. Στο λιμάνι καταλήγουν τα φορτία κοκαΐνης από την ενδοχώρα και από εκεί συνεχίζουν το δρόμο τους για την Ονδούρα και το Μεξικό πριν καταλήξουν στους Αμερικάνους καταναλωτές. Είχα βρει ένα στέκι σε μία πλατειούλα με πολλά τραπεζάκια κάτω από ένα τεράστιο δένδρο στην έξοδο της παλιάς πόλης, εκεί καθόμουνα συχνά, έπινα χυμούς , έτρωγα τροπικά φρούτα και κρυφά φωτογράφιζα με τηλεφακό τις αγωνίες, τις χαρές, τις ελπίδες και τους φόβους του λαού της Κολομβίας στα πρόσωπα των περαστικών.
Τα βράδια μέχρι να γυρίσει ο Έρικ από τις δουλειές καθόμουνα στον καταπληκτικό ημιυπαίθριο χώρο του διαμερίσματος με θέα τα φώτα του κόλπου και συζητούσα με την Λορεντάνα. Ήταν καταπληκτική γυναίκα, μητέρα πέντε παιδιών, τυφλή τελείως και δεν έλεγε να το βάλει κάτω, ήταν υπεύθυνος των οικονομικών στο εργοστάσιο. Είχε μια επιστήθια φίλη που έτυχε να είναι Ελληνίδα που ζούσε στην Καρταγένα, ήταν μάλιστα επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στην πόλη αυτή. Μαζί οι δύο φίλες κάνανε πολλά ταξίδια στον κόσμο όλο. Η Λορεντάνα έβλεπε με τα μάτια της Ελληνίδας φίλης της τα αξιοθέατα του κόσμου όλου. Οι δύο φίλες πριν δύο χρόνια είχαν έρθει στην Ελλάδα. Η Λορεντάνα μου περιέγραφε με απόλυτη φυσικότητα πόσο της άρεσε η Ελλάδα, η Ακρόπολη, η Ολυμπία, οι Δελφοί και μιλούσε με λεπτομέρειες για τα γλυπτά του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Την άκουγα και θαύμαζα τη δύναμη της ψυχής της.
Την τελευταία μέρα αποφάσισα να πάω ημερήσια επίσκεψη στην Barranquilla μια μεγάλη πόλη 150 χιλιόμετρα μακριά. Πήγα με τα πόδια στον επιβατικό σταθμό και πήρα ένα μικρό λεωφορείο της γραμμής. Ο δρόμος ήταν παραλιακός. Βγήκαμε γρήγορα στην εξοχή. Η βλάστηση ήταν τροπική χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ξαφνικά βλέπω οκτώ ένοπλους αστυνομικούς με μυδράλια στα χέρια στην μέση του δρόμου να μας σταματάνε. Hμασταν 17 άτομα στο πουλμανάκι, 14 Κολομβιάνοι, δύο Ολλανδέζες και εγώ. Μας ζήτησαν να βγούμε έξω με τα πράγματά μας και τις ταυτότητες στο χέρι. Τότε ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριο μου, ούτε καν την έγχρωμη φωτοτυπία του διαβατηρίου που συνήθως παίρνω μαζί μου είχα. Ήμουνα χωρίς όνομα, χωρίς ταυτότητα, ώριμο φρούτο για εξακρίβωση στοιχείων και όχι μόνο. Είχα ακούσει άσχημες ιστορίες για τις αστυνομίες σε χώρες τις λατινικής Αμερικής. Σου βάζουν λένε οι ίδιοι οι αστυνομικοί στη βαλίτσα ναρκωτικά, σε ενοχοποιούν και στη συνέχεια ζητάνε δυο χιλιάδες δολάρια για να αποσύρουν τις κατηγορίες και σε αφήσουν ελεύθερο.
Οι επιβάτες βγαίνανε έξω ένας ένας, οι αστυνομικοί ελέγχανε την ταυτότητα τους και κάτω από ένα τεράστιο δένδρο, στην σκιά τους κάνανε σωματική έρευνα. Βγήκα τελευταίος προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο και σκεφθώ πως να αντιδράσω. Είχαν ελέγξει τους περισσότερους και ερχόταν η σειρά μου. Ο αξιωματικός με έναν άλλον καθόταν σε απόσταση από το δένδρο και παρακολουθούσε την επιχείρηση. Τον πλησιάζω, στέκομαι με άνεση δίπλα του, τον ακουμπάω φιλικά στον ώμο και του λέω: Buenos Dias, είμαι Έλληνας αρχιτέκτων, και πάω στην Barranquilla να φωτογραφίσω το καρναβάλι για ένα περιοδικό στη Ελλάδα, “ Que pasa”, Τι συμβαίνει, ψάχνετε για κανέναν έμπορο ναρκωτικών; Ξαφνιάστηκε με την οικειότητα πού του μιλούσα στα σπασμένα ισπανικά μου. Με κοιτάει με το βλέμμα του καρφωμένο στην ογκώδη SLR φωτογραφική μου μηχανή που είχα επίτηδες κρεμάσει στο λαιμό, κοντοστέκεται για λίγο και μετά σηκώνει το χέρι του και φωνάζει : Ο έλεγχος τελείωσε όλοι στο λεωφορείο. Καλό σας ταξίδι γυρνάει και μου λέει, χαιρετίσματα στην Ελλάδα. Απέναντι μου κάτω από το πελώριο δένδρο είδα την απογοήτευση στα μάτια των αστυνομικών που μόλις είχαν αρχίσει να κάνουν διευρυμένη σωματική έρευνα σε μία από τις δύο Ολλανδέζες και έπρεπε να διακόψουν με άνωθεν εντολή. Υποσχέθηκα στο εαυτό μου να μην ξαναβγώ στους δρόμους χωρίς όνομα.
Φθάσαμε στο Barranquilla, μία βιομηχανική πόλη με ένα εκατομμύριο ψυχές. Εκεί καταλήγουν τα μεγάλα ποτάμια της Κολομβίας και μεταφέρεται η ξυλεία και όλα τα εμπορεύματα από την ενδοχώρα. Φαινόταν μία πόλη σε οικονομική άνθηση, τα μαγαζιά γεμάτα, η κυκλοφορία χαοτική, η κερδοσκοπική αναρχία στη δόμηση εμφανής. Ένιωθες ότι όλοι τρέχουν στον αγώνα για επιβίωση, για να αγοράσουν κάτι . Όλα έδειχναν ότι η πόλη είχε θυσιάσει την ποιότητα ζωής των κατοίκων της, την προστασία του τοπίου και όλες τις πολιτιστικές αξίες του λαού της στο βωμό της ξέφρενης ανάπτυξης για το κέρδος.
Ήταν μία μέρα πριν από το καρναβάλι. Στην Barranquilla γίνεται λένε το μεγαλύτερο καρναβάλι ολόκληρης της Νότιας Αμερικής μετά το Rio στη Βραζιλία. Κατέβηκα στο τέρμα σε ένα αμαξοστάσιο έξω από την πόλη . Απέναντι είχε ένα τεράστιο νεκροταφείο. Αυτά τα καθολικά νεκροταφεία στις νοτιοαμερικάνικες πόλεις δεν αστειεύονται, είναι πραγματικά τεράστια. Βγήκα στο δρόμο σε μια φαρδιά τριτοκοσμική λεωφόρο. Τα πεζοδρόμια ήταν χωμάτινα. Κατάλαβα ότι βρισκόμουνα σε ένα λαϊκό προάστιο.
Μπήκα σε ένα μεζεδοπωλείο, που είχε ποτά, τάκος και διάφορα σάντουιτς. Έμοιαζε με δικό μας μεγάλο σουβλατζίδικο. Ήταν ένας μακρόστενος χώρος. Στη μία πλευρά είχε μία σειρά τραπέζια που ακουμπούσαν στον τοίχο και στην άλλη μία σειρά πολύχρωμα μηχανήματα, κουλοχέρηδες, τα λεγόμενα φρουτάκια. Κάθισα σε ένα τραπέζι πήρα μια μπύρα και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω που βρίσκουμε. Ο μπάρμαν ήταν λευκός. Απέναντι ακριβώς από το τραπέζι μου μια νέα γυναίκα κοντοκουρεμένη δοκίμαζε την τύχη της. Είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπο της αλλά από τις κινήσεις του σώματος και τις χειρονομίες καταλάβαινα πότε κέρδιζε και πότε έχανε.
Παρακολουθούσα τους πελάτες που έμπαιναν να πάρουν έτοιμα φαγητά και έφευγαν. Οι πιο πολλοί ήταν νέγροι. Οι γυναίκες ήταν στην πλειοψηφία χοντρές και άσχημες. Οι άντρες ήταν σχετικά κοντοί για μαύροι. Προσπαθούσα να υποθέσω από ποιες χώρες της Αφρικής τους είχαν οι δουλέμποροι μεταφέρει στην Κολομβία. Μερικοί σταματούσαν και έπαιζαν φρουτάκια. Η γυναίκα απέναντι μου άρχισε να κάνει απελπισμένες χειρονομίες, είχε χάσει όλα τα λεφτά της, χτυπιόταν και βλαστημούσε με την τύχη της. Φωνάζω τον μπάρμαν να της δώσει εκ μέρους μου 3.000 κολομβιανά πέσος ( περίπου ένα Ευρώ ) να συνεχίσει να παίζει. Μοίρασα μερικά ακόμη πέσος σε όσους παίζανε στο μαγαζί και έγινα το επίκεντρο. Σε λίγο όλοι μιλούσανε για μένα και είχα κάνει πολλούς φίλους. Είπα στον μπάρμαν ότι θα έμενα τρεις ώρες στην πόλη και θέλω ένα συνοδό – σωματοφύλακα να με συνοδεύσει στο κέντρο να δω τις πρόβες για την παρέλαση του καρναβαλιού. Μου συνέστησε ένα μιγάδα από την παρέα που έδειχνε συμπαθητικός. Στην αρχή δεν ήθελε λεφτά γιατί τον κέρασα μια μπύρα. Τελικά του έδωσα μερικά πέσος και κατέβηκα στο κέντρο με σωματοφύλακα.
Τα μαγαζιά και πλανόδιοι πωλητές πουλάγανε αποκριάτικες μάσκες και λουλούδια παντού. Τα πεζοδρόμια ήταν στρωμένα με καπέλα, ωραία καπέλα ψάθινα, υφασμάτινα, έπρεπε να προσέχεις στα στενά δρομάκια να μην πατήσεις κανένα καπέλο. Οι ομάδες του καρναβαλιού περνούσαν από τους κεντρικούς δρόμους. Ήταν σαν να κάνανε πρόβες για να βρουν τον βηματισμό τους σε στρατιωτική παρέλαση μεταμφιεσμένων. Όλοι προσπαθούσαν να είναι οργανωμένοι, δεν διασκέδαζαν, πρόσεχαν μήπως κάτι δεν κάνουν σωστά, δεν υπήρχε αυθορμητισμός ούτε ερωτισμός στον αέρα. Το καρναβάλι στην Barranquilla, το νοτιοαμερικάνικο καρναβάλι που κάποτε έλυνε για λίγες μέρες τις ιστορικές αλυσίδες της νέγρικης ψυχής φαίνεται ότι έχει γίνει πια μία ακόμη γιορτή, μια μεταμφιεσμένη εθιμοτυπική γιορτή με σπόνσορες και οργανωτές. Κρίμα.
Γύρισα στην Καρταγένα αργά το βράδυ με το τελευταίο λεωφορείο. Ο Έρικ μαγείρευε τόνους γαλλικό πατέ να πάρει μαζί στο πολύμηνο ταξίδι του. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πια ότι αύριο 3 Μάρτη του 2014 θα ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας με τα κύματα της Καραϊβικής .